- αναπόδραστος
- η , ο [ος , ον ] неизбежный, неминуемый, неотвратимый;
§ αναπόδραστη ανάγκη — а) настоятельная необходимость; — б) неизбежность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αναπόδραστη ανάγκη — а) настоятельная необходимость; — б) неизбежность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναπόδραστος — unavoidable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπόδραστος — η, ο (Α ἀναπόδραστος, ον) [ἀποδιδράσκω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποφύγει, ο αναπόφευκτος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει … Dictionary of Greek
αναπόδραστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί κανείς να του ξεφύγει: Βρέθηκε στην αναπόδραστη ανάγκη να πουλήσει το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναποδράστως — ἀναπόδραστος unavoidable adverbial ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδραστον — ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem acc sg ἀναπόδραστος unavoidable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδράστου — ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναποδράστους — ἀναπόδραστος unavoidable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπόδραστα — ἀναπόδραστος unavoidable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδράστεια — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μελισσέα. Όταν η Ρέα θέλοντας να απαλλάξει τον νεογέννητο γιο της Δία από την τύχη των άλλων της παιδιών τον παρέδωσε στη Γαία, εκείνη τον μετέφερε στην Κρήτη, τον έκρυψε στο… … Dictionary of Greek
αδιάφευκτος — η, ο [διαφεύγω] αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να διαφύγει κανείς, ο αναπόφευκτος, αναπόδραστος … Dictionary of Greek
ԱՆՃՈՂՈՊՐԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0199 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c ա. ἅφευκτος, ἅφυκτος, ἁναπόδραστος inevitabilis Ուստի չէ՛ մարթ ճողոպրիլ. անզերծանելի. անփախչելի. անհրաժեշտ. ուր որ խալըսում չիկայ, որու ձեռքէն փախչիլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)